- κατατάκερος
- κατατάκερος [τᾰκ], ον,A softened much, Gal.6.669.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατατάκερος — κατατάκερος, ον (Α) [κατατήκω] μαλακός … Dictionary of Greek